ψυχοφυσιολόγος

ψυχοφυσιολόγος
ο , η психофизиолог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ψυχοφυσιολόγος" в других словарях:

  • ψυχοφυσιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχοφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φυσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοφυσιολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με την ψυχοφυσιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»